- ἀνεξέταστοι
- ἀνεξέταστοςnot searched outmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεξέταστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εξετάστηκε: Δύο μάρτυρες δικοί μας έμειναν ανεξέταστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)